- συνηθέστερα
- συνήθηςdwellingneut nom/voc/acc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνηθεστέρα — συνηθεστέρᾱ , συνήθης dwelling fem nom/voc/acc comp dual συνηθεστέρᾱ , συνήθης dwelling fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθεστέρᾳ — συνηθεστέρᾱͅ , συνήθης dwelling fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθεστέρας — συνηθεστέρᾱς , συνήθης dwelling fem acc comp pl συνηθεστέρᾱς , συνήθης dwelling fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνηθεστέραν — συνηθεστέρᾱν , συνήθης dwelling fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
άχωρ — Είδος δερματομυκητίασης που οφείλεται στον μύκητα αχόριο του Schonlein. Προσβάλλει τον άνθρωπο και ιδιαίτερα τα παιδιά, καθώς επίσης και ορισμένα ζώα (άλογα, κουνέλια κ.ά.). Είναι νόσος μεταδοτική και μπορεί να εξαπλωθεί γρήγορα αρχίζοντας από το … Dictionary of Greek